-
1 выдумать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдуманный, βρ: -ман, -а, -о.1. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι, διανοούμαι• εφευρίσκω.2. φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, τη σκέψη.εκφρ.не -ай – μη σου περάσει από το μυαλό•пороха (пороху) не -ает – δεν λάμπει με την εξυπνάδα του, έχει κι αυτός τον κοινόν νου.φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, επινοώ, επινοούμαι.